- κακοφάγος
- ο(ψυχιατρ.)άτομο που από διαστροφή τής ορέξεως τρώει είδη ακατάλληλα για διατροφή ή και βλαβερά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -φάγος (< θ. φαγ- τού ἔ-φαγ-ον τού ἐσθίω*), πρβλ. ταχυ-φάγος, ωμο-φάγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.